κάταυχμος

κάταυχμος
κάταυχμος, -ον (Μ)
ξηρός από έλλειψη νερού, κατάξερος, που υποφέρει από έλλειψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐχμός «ξηρασία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”